ἀνήνωρ

Revision as of 16:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A unmanly, Od.10.301; ἀνὴρ ἀνήνωρ a man of no manhood, Hes.Op.751.    II childless, Hsch.

German (Pape)

[Seite 229] ορος (ἀνήρ), unmännlich, feig, Od. 10, 301. 341; ἀνὴρ ἀνήνωρ, ein Mann ohne Mannskraft, Hes. O. 749. Vgl. E. M. 108, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήνωρ: -ορος, ὁ, (ἀνήρ) ἄνανδρος, δειλός, Ὀδ. Κ. 301· ἀνὴρ ἀνήνωρ, ἀνὴρ ἄνευ ἀνδρότητος, ἀνίκανος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751. ΙΙ. ἄτεκνος, «ἀνήνωρ· ᾧ (ἄρσενα;) τέκνα οὐ γίνεται, ἄτεκνος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ορος;
adj. m.
qui n’est pas un homme, lâche.
Étymologie: ἀ, ἀνήρ.

English (Autenrieth)

ορος (ἀνήρ): unmanly, Od. 10.301 and 341.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
1 que no es hombre, que no es viril μή σ' ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ Od.10.301, cf. 10.341, ὅ τ' ἀνέρ' ἀνήνορα ποιεῖ pues esto hace a un hombre no ser hombre Hes.Op.751.
2 que no tiene hijos Hsch.

Greek Monolingual

ἀνήνωρ, ο (Α) ανήρ
1. αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα
2. άνανδρος, δειλός.

Greek Monotonic

ἀνήνωρ: -ορος, ὁ (ἀνήρ), άνανδρος, δειλός, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήνωρ: ορος adj. немужественный, робкий, слабый Hom.: ἀνὴρ ἀ. Hes. слабый мужчина.