ἀνόθευτος

Revision as of 16:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A pure, genuine, χρυσίον Ps.-Plu.Fluv.7.4: metaph., μαρτυρία D.S.1.72; βίος Ph.2.267: φίλος Gal.14.7.    II free from adultery, γάμος arist.Mir.846a30, Ps.-Plu.Fluv.5.2.

German (Pape)

[Seite 239] unverfälscht, ächt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόθευτος: -ον, ὁ μὴ νοθευθείς, γνήσιος, ἀπαραποίητος, καθαρός, Ἀριστ. π. Θαυμ. 158. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1auténtico χρυσίον Chrysermus 5
fig. μαρτυρία D.S.1.72, βίος Ph.2.267, φίλος Gal.14.7.
2 libre de adulterio γάμος Arist.Mir.846a30, Plu.Fluu.5.2.
II adv. -ως sin contaminación Basil.M.31.677A.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνόθευτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει υποστεί νοθεία, αγνός, καθαρός
2. μτφ. γνήσιος
αρχ.
«ἀνόθευτος γάμος» (Αριστοτέλης)
αυτός που δεν βαρύνεται με μοιχεία.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόθευτος: непорочный, безукоризненный (γάμος Arst.).