ἀνταλαλάζω

Revision as of 16:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A return a shout, of friendly armies, Plu.Pyrrh.32, Flam.4; of an echo, A.Pers.390.

German (Pape)

[Seite 243] (s. ἀλαλάζω), dagegen ein Kriegsgeschrei erheben, Plut. Flamin. 4 Pyrrh. 32; – von dem Echo, wiederhallen lassen, Aesch. Pers. 382.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταλαλάζω: ἀποκρίνομαι εἰς τὸν ἀλαλαγμὸν δι’ ἀλαλαγμοῦ, ἐπὶ ἀντιμαχωμένων στρατῶν, Πλουτ. Πύρρ. 32, κτλ., ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, ἀντηχῶ, «ἀντιλαλῶ», Αἰσχύλ. Πέρσ. 390.

French (Bailly abrégé)

répondre par un cri ou par des cris.
Étymologie: ἀντί, ἀλαλάζω.

Spanish (DGE)

(ἀντᾰλᾰλάζω)
devolver la voz ὄρθιον δ' ἅμα ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας ἠχώ A.Pers.390
responder con gritos de un ejército amigo, Plu.Pyrrh.32, Flam.4, Polyaen.8.23.2
lanzar a su vez el grito de guerra de un ejército hostil a otro, Nonn.D.28.27.

Greek Monolingual

ἀνταλαλάζω)
αντηχώ, αντιλαλώ
αρχ.
ανταποκρίνομαι με αλαλαγμό στον αλαλαγμό συμμάχων ή συστρατιωτών.

Greek Monotonic

ἀντᾰλᾰλάζω: μέλ. -ξω, ανταποδίδω κραυγή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντᾰλαλάζω: отвечать криком, кричать в ответ (ἀντηλάλαξε ἠχώ Aesch.; οἱ μὲν ἀλαλάξαντες ἐπέβαινον …, οἱ δ᾽ ἀντηλάλαξαν Plut.).