ἀντικηδεύω

Revision as of 16:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A mind, tend instead of another, τινός E.Ion734:—also ἀντικήδομαι, Poll.5.142.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen besorgen, pflegen, Eur. Ion. 738 πατρός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικηδεύω: κηδεύω, περιποιοῦμαι, πρὸς ἀνταπόδοσιν κηδεύματος, περιποιήσεως, ὥσπερ καὶ σὺ πατέρ’ ἐμόν ποτε, ... ἀντικηδεύω Εὐρ. Ἴων 734: - ὡσαύτως ἀντικήδομαι, Πολυδ. Ε΄, 142.

French (Bailly abrégé)

honorer à l’égal de, gén..
Étymologie: ἀντί, κηδεύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): en v. med. ἀντικήδομαι Poll.5.142
cuidar a su vez c. gen. πατρός E.Io 734
v. med. mismo sent., Poll.l.c.

Greek Monolingual

ἀντικηδεύω (Α)
ανταποδίδω φροντίδα, περιποιούμαι κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντικηδεύω: μέλ. -σω, περιποιούμαι αντί άλλου, τινός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικηδεύω: почитать наравне (с кем-л.), чтить не менее (πατρός τινα ἀ. Eur.).