ἄπνοια

Revision as of 16:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ἡ,

   A freedom from wind, Hp.Epid.3.2.    2 windlessness, calm, Arist.Pr.944b12, Plb.34.11.19 (v.l.); want of wind, Thphr.CP 2.7.5; shelter from wind, Arist.GA785a29.    3 absence of respiration, Gal.7.959.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, Windstille, Pol. 34, 11. Bei Medic. Athemlosigkeit.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπνοια: ἡ, ἔλλειψις πνοῆς ἀνέμου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1081· γαλήνη, νηνεμία, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 5. 5, 6, Πρβλ. 26. 36, 2, Θεοφρ. Φ. 2. 7, 5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 ausencia de viento, calma ἔτος νότιον ἔπομβρον· ἄπνοια διὰ τέλεος Hp.Epid.3.2, ὁ ἀὴρ ... πολλάκις ἠρεμεῖ καὶ ἄπνοια γίνεται Arist.Pr.944b12, cf. Plb.34.11.19 (ap. crít.), Thphr.CP 2.7.5
protección contra el viento ἡ δὲ σπέπη ἄπνοιαν ποιεῖ Arist.GA 785a29.
2 medic. falta de respiración, ahogo Gal.7.959.

Greek Monolingual

η (AM ἄπνοια)
νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου
αρχ.
1. καταφύγιο από τον άνεμο
2. διάλειψη ή παύση της αναπνοής.

Russian (Dvoretsky)

ἄπνοια: ἡ безветрие Arst., Polyb.