ἀπέκδυσις

Revision as of 16:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A putting off (likeclothes), ib.11.

German (Pape)

[Seite 285] ἡ, das Ausziehen, Ablegen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέκδῠσις: -εως, ἡ, ἀπόρριψις, ἀποβολὴ (π. χ. ἐνδύματος), Ἐπιστ. πρὸς Κολασσ. β΄, 11, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se dépouiller de.
Étymologie: ἀπεκδύομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
acción de despojarse, desnudarse ἐν τῇ ἀ. τοῦ σώματος τῆς σαρκός Ep.Col.2.11, ἐν τῇ ἀ. τοῦ παλαιοῦ χιτῶνος Gr.Nyss.Hom.in Cant.372.10.

English (Strong)

from ἀπεκδύομαι; divestment: putting off.

English (Thayer)

ἀπεκδυσεως, ἡ (ἀπεκδύομαι, which see), a putting off, laying aside: Colossians 2:11. (Not found in Greek writings.)

Greek Monotonic

ἀπέκδῠσις: -εως, ἡ, απόρριψη, αποβολή, απογύμνωση (όπως συμβαίνει με τα ενδύματα), σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀπέκδῠσις: εως ἡ совлечение, снятие NT.