απογύμνωση

From LSJ

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπογύμνωσις)
η αφαίρεση όλων των ενδυμάτων, το ξεγύμνωμα
νεοελλ.
1. η πλήρης αρπαγή των υπαρχόντων κάποιου, η ληστεία
2. η λεηλασία.