ἁρμόστωρ

Revision as of 17:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A commander, ναυβατῶν A.Eu.456.

German (Pape)

[Seite 356] ορος, ὁ, = ἁρμοστής, Aesch. Eum. 434.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμόστωρ: -ορος, ὁ, κυβερνήτης, Ἀγαμέμνον’ ἀνδρῶν ναυβατῶν ἁρμόστορα Αἰσχύλ. Εὐμ. 456· πρβλ. ἁρμοστής.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
chef.
Étymologie: ἁρμόζω.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
jefe, caudillo Ἀγαμέμνον', ἀνδρῶν ναυβατῶν ἁρμόστορα A.Eu.456.

Greek Monolingual

ἁρμόστωρ, ο (Α) αρμόζω
ο κυβερνήτης.

Greek Monotonic

ἁρμόστωρ: -ορος, ὁ (ἁρμόζω), διοικητής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμόστωρ: ορος ὁ Aesch. = ἁρμοστής 2.