ἁρμόστωρ

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμόστωρ Medium diacritics: ἁρμόστωρ Low diacritics: αρμόστωρ Capitals: ΑΡΜΟΣΤΩΡ
Transliteration A: harmóstōr Transliteration B: harmostōr Transliteration C: armostor Beta Code: a(rmo/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, commander, ναυβατῶν A.Eu.456.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
jefe, caudillo Ἀγαμέμνον', ἀνδρῶν ναυβατῶν ἁρμόστορα A.Eu.456.

German (Pape)

[Seite 356] ορος, ὁ, = ἁρμοστής, Aesch. Eum. 434.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
chef.
Étymologie: ἁρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμόστωρ: ορος ὁ Aesch. = ἁρμοστής 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμόστωρ: -ορος, ὁ, κυβερνήτης, Ἀγαμέμνον’ ἀνδρῶν ναυβατῶν ἁρμόστορα Αἰσχύλ. Εὐμ. 456· πρβλ. ἁρμοστής.

Greek Monolingual

ἁρμόστωρ, ο (Α) αρμόζω
ο κυβερνήτης.

Greek Monotonic

ἁρμόστωρ: -ορος, ὁ (ἁρμόζω), διοικητής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἁρμόζω
a commander, Aesch.