ἀσκόπως

Revision as of 17:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκόπως: ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» Πολυδ. Ϛ΄, 51· ἄνευ σκοποῦ τινος, οὕτως εἰκῆ καὶ ἀσκόπως χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans but, au hasard.
Étymologie: ἄσκοπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκόπως: необдуманно, наудачу, наобум Polyb., Plut., Sext.