ἀσκόπως
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
French (Bailly abrégé)
adv.
sans but, au hasard.
Étymologie: ἄσκοπος.
Spanish
atolondradamente, inadecuadamente, inintencionadamente, irreflexivamente, sin atención
Russian (Dvoretsky)
ἀσκόπως: необдуманно, наудачу, наобум Polyb., Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκόπως: ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» Πολυδ. Ϛ΄, 51· ἄνευ σκοποῦ τινος, οὕτως εἰκῆ καὶ ἀσκόπως χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.