βάρδος

Revision as of 17:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ acémila, BGU 276.11, 17 (II/III d.C.).

Greek Monolingual

ο (AM βάρδος)
νεοελλ.
ποιητής ή τραγουδιστής με ευρεία απήχηση στον λαό
αρχ.
Κέλτης ραψωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bardo < λατ. bar dus, λ. κελτικής προέλευσης].

Russian (Dvoretsky)

βάρδος: ὁ бард (кельтский поэт-певец) Diod.