βραδυσκελής

Revision as of 17:55, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές,

   A slow of leg, Ἥφαιστε AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 461] ές, langsam, schwerfüßig, Hephästus, Philip. 13 (VI, 101).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδυσκελής: -ές, βραδύπους, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux jambes lentes, à la marche lente.
Étymologie: βραδύς, σκέλος.

Spanish (DGE)

-ές
de paso lento βραδυσκελὴς Ἥφαιστε AP 6.101 (Phil.).

Greek Monolingual

βραδυσκελής, -ές (Α)
ο βραδύπους.

Greek Monotonic

βρᾰδυσκελής: -ές (σκέλος) = βραδύπους, αργός στα πόδια, αργοκίνητος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰδυσκελής: медленно передвигающий ноги (Ἠφαιστος Anth.).