βραδύπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, βραδύπουν, τό, gen. ποδος, slow of foot, slow, ἤλυσις E.Hec.66 (anap.); ὄνος AP9.301 (Secund.), cf. 310 (Antiphil.); βουλή ib.10.37 (Luc.).
Spanish (DGE)
(βρᾰδύπους) -ουν
• Prosodia: [-ῠ-]
1 tardo de pies, de paso lento ἤλυσις E.Hec.66, ὄνος AP 9.301 (Secundus), cf. 310 (Antiphil.)
•fig. calmoso, pausado βουλή AP 10.37 (Lucill.), χάρις Aus.292.
2 orn. subst. avutarda Isid.Etym.12.7.13.
German (Pape)
[Seite 461] οδος, mit langsamem Fuß, langsam gehend, ἤλυσις Eur. Hec. 66; Sp. D., z. B. Antiphil. 21 (IX, 310).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. -ποδος
au pied lent, à la démarche lente.
Étymologie: βραδύς, πούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραδύπους -οδος βραδύς, πούς traag ter been.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰδύπους: ποδος adj. медленный, еле плетущийся (ἤλυσις Eur.; ὄνος Anth.).
Greek Monolingual
ο (Α βραδύπους, -ουν)
νεοελλ.
Θηλαστικό της Νότιας Αμερικής
αρχ.
αυτός που βαδίζει αργά.
Greek Monotonic
βρᾰδύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, βραδυκίνητος, αργοκίνητος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, βραδὺς τὸν πόδα, ἀργοκίνητος, ἤλυσις Εὐρ. Ἑκ. 66.