δαμάλα

Revision as of 18:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM δάμαλις, Α και δαμάλη, Μ και δαμαλίς)
αγελάδα, συνήθως νεαρή που δεν έχει ακόμη γεννήσει
νεοελλ.
χοντρή και ανόητη γυναίκα
αρχ.-μσν.
παρθένα, κόρη
μσν.
φρ. «ἡ δάμαλιςἄσπιλος» (για τη Θεοτόκο)
αρχ.
φρ. «δάμαλις σῡς» — γουρουνόπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του δαμάλης].

Russian (Dvoretsky)

δᾰμάλα: ἡ дор. = δαμάλη.