βύσσωμα

Revision as of 18:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A net woven of βύσσος, AP6.33 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 468] τό, = βύσμα, von Netzen, die den Thunfischen den Weg versperren, Q. Maec. 7 (VI, 33).

Greek (Liddell-Scott)

βύσσωμα: τό, = βύσμα, ἐπὶ δικτύων, τὰ ὁποῖα ἔκλεισαν τὴν διάβασιν εἴς τι πλῆθος θύννων, Ἀνθ. Π. 6. 33.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
filets qu’on jette à une grande profondeur pour boucher le passage aux bancs de thons.
Étymologie: βυσσός.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
entramado de lino, almadrabapara la pesca del atún AP 6.33 (Maec.).

Greek Monotonic

βύσσωμα: -ατος, τό = βύσμα, λέγεται για δίχτυα που σταμάτησαν το πέρασμα ενός κοπαδιού με τόνους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βύσσωμα: ατος τό заставная рыболовная сеть Anth.