ἐγχειβρόμος

Revision as of 19:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A thundering with the spear, κόρα Pi.O.7.43.

German (Pape)

[Seite 712] κόρη, Athene, mit dem Speer rasselnd, Pind. Ol. 7, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειβρόμος: -ον, περὶ τῆς Ἀθηνᾶς, ἡ διὰ τοῦ ἔγχους βροντὴν ποιοῦσα, Πινδ. Ο. 7. 78.

Spanish (DGE)

-ον
que hace resonar la lanza κόρα epít. de Atenea, Pi.O.7.43.

Greek Monolingual

ἐγχειβρόμος, -ον (Α)
επίθετο της Αθηνάς με το βροντερό έγχος.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχειβρόμος: гремящий своим копьем (κόρα = Ἀθήνη Pind.).