δωρίς

Revision as of 19:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Greek Monolingual

η (Α δωρίς)
νεοελλ.
1. οπισθοβράγχιο γαστερόποδο της οικογένειας τών δωριδοδών
2. Δωρίδα και Δωρίς (AM Δωρίς)
περιοχή της Στερεάς Ελλάδας ανάμεσα στη Φωκίδα και τη Λοκρίδα
αρχ.
1. ως επίθ. δωρική
2. (για πρόσ.) αυτή που κατάγεται από δωρικό γένος
3. ως ουσ. α) είδος μαχαιριού που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες
β) ονομασία διαφόρων φυτών.

Russian (Dvoretsky)

δωρίς: ίδος ἡ (sc. μάχαιρα) дорический нож (для жертвоприношений) Eur.