ἔμπλεξις

Revision as of 19:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A interweaving, entwining, στήμονος Pl.Plt.282e.

German (Pape)

[Seite 814] ἡ, Einflechtung, Verwebung, τοῦ στήμονος Plat. Polit. 282 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπλεξις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπλέκειν, ἐμπλοκή, ἐνύφανσις, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
entrelazamiento ἡ τοῦ στήμονος ἔ. el entrelazamiento con la urdimbre de las hebras en el tejido, Pl.Plt.282e, ἔ. τῶν μορίων Simp.in Ph.878.25.

Greek Monolingual

ἔμπλεξις, η (Α)
το να πλέκεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο, ενύφανση.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπλεξις: εως ἡ вплетание, заплетание Plat.