ἔννηφιν

Revision as of 19:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A v. ἔνος (B).

German (Pape)

[Seite 847] s. ἔνη.

Greek (Liddell-Scott)

ἔννηφιν: ἴδε ἐν λ. ἔνος.

Greek Monolingual

ἔννηφιν και ἔνηφιν
επικ. τ. της δοτ. ενικ. του θηλ. του επιθ. ένος, -η, -ον (Α)
την τρίτη μέρα, μεθαύριο («ἔς τ' αὔριον ἔς τ' ἔνηφιν» — και για αύριο και για μεθαύριο, Ησίοδ.).

Greek Monotonic

ἔννηφιν: βλ. ἔνος.

Russian (Dvoretsky)

ἔννηφιν: эп. acc. к ἔνη.