ἐξερείδω

Revision as of 20:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A prop firmly, ταῖς ἀντηρίσι Plb.8.4.6; support, ἐ. μου βάσιν τρέμουσαν Luc.Trag.55; ἐ. ἀτονίαν σώματος Dsc.1.69.4:—Pass., to be underpinned, Plb.16.11.5, Sor.1.47.

German (Pape)

[Seite 878] verstärktes simpl., stützen, ταῖς ἀντηρίσι Pol. 8, 6, 6, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξερείδω: στερεῶς ὑποστηρίζω, ταῖς ἀντηρίσιν Πολύβ. 8. 6, 6· ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς 16. 11, 5· παρέχω στήριγμα, ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς βάκτραν, ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν Λουκ. Τραγῳδοποδ. 55.

French (Bailly abrégé)

servir de support à, supporter, soutenir, acc..
Étymologie: ἐξ, ἐρείδω.

Greek Monolingual

ἐξερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω, υποστηρίζω («ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν», Λουκ.)
2. ενισχύω
(«ἐξερείδει ἀτονίαν σώματος»).

Russian (Dvoretsky)

ἐξερείδω: 1) упирать, подпирать (ταῖς ἀντηρέσιν Polyb.);
2) поддерживать (βάσιν τρέμουσάν τινος Luc.).