ἐπαυλία
English (LSJ)
Ion. -ιη, epith. of Artemis, IG12(8).359 (Thasos, v B.C.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ἐπαύλιον.
Greek Monolingual
ἐπαυλία και ιων. τ. ἐπαυλίη, η (Α)
1. επίθετο της Αρτέμιδος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ δευτέρα τῶν γάμων ἡμέρα, ἐν ἧ κομίζουσι δῶρα οἱ οἰκεῑοι τῷ γεγαμηκότι καὶ τῇ νύμφῃ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανλία (< αυλή)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπαυλία: ας ἡ Plut. = ἐπαύλιον.