ἐξόγκωμα

Revision as of 20:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything raised or swollen, ἐ. λάϊνα cairns, E.HF1332; swelling, Hp.Epid.2.2.24.

German (Pape)

[Seite 884] τό, das Erhöhte, Angeschwellte, λάϊνα, Grabhügel, Eur. Herc. Fur. 1332.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόγκωμα: τό, πᾶν ὑψούμενος ἢ ἐξογκούμενον πρᾶγμα, λαΐνοισί τ’ ἐξογκώμασι, λιθίνοις οἰκοδομήμασι, δηλ. βωμοῖς, ναοῖς, κλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1332.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gonflement.
Étymologie: ἐξογκόω.

Greek Monolingual

το (AM ἐξόγκωμα) εξογκώ
ό,τι έχει σχηματιστεί από εξόγκωση ή ανύψωση
νεοελλ.
πρήξιμο.

Greek Monotonic

ἐξόγκωμα: -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, ἐξ. λάϊνον, σωρός, οικοδόμημα από πέτρες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόγκωμα: ατος τό вздутие, возвышение: ἐ. λάϊνον Eur. каменный памятник.