ἐπισύνθεσις

Revision as of 20:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A addition, Vett.Val.280.13, Herm.in Phdr.p.107 A. ; combination,S.E.M.1.22 ; τῶν μελῶν Longin.40.1 ; complexity, Marcellin.Puls.464.

German (Pape)

[Seite 987] ἡ, das Zusammensetzen u. Hinzufügen, ἡ πρὸς ἄλληλα Longin. subl. 10, a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισύνθεσις: -εως, ἡ, περαιτέρω σύνθεσιςσύνδεσις, συναρμογή, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 22· ἡ πρὸς ἄλληλα ἐπ. Λογγῖν. 40. 1

Greek Monolingual

ἐπισύνθεσις, ἡ (Α)
1. σύνδεση, συναρμογή
2. σύνθεση στίχου από δύο κώλα διαφορετικού ρυθμού.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισύνθεσις: εως ἡ присоединение, сложение (πλειόνων Sext.).