εὐανθέω

Revision as of 20:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A to be flowery or blooming, Luc. VH2.6(dub.): metaph., to be overgrown, hypertrophied, Hp.Nat.Mul. 8 (ἐκθέωσι Littré fr. Erot.), v.l. in Mul.2.135; but later, to be flourishing, prosperous, BGU1080.24 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐανθέω: εἶμαι πλήρης ἀνθέων, ἀνθῶ, θάλλω, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 6: μεταφ., ὑπεραυξάνομαι, Ἱππ. 565. 42., 653. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir de belles fleurs, être fleuri.
Étymologie: εὐανθής.

Greek Monotonic

εὐανθέω: λουλουδιάζω ή ανθίζω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐανθέω: быть в цвету, цвести (προϊόντες διὰ λειμῶνος εὐανθοῦντος - v. l. εὐανθοῦς Luc.).