εὐεπίβατος

Revision as of 21:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A easy to ascend, λόφος Str.5.3.7; τεῖχος Polyaen. 6.5; καταρράκται App.BC5.82 (Comp.).    II easy of attack, τόποι Ph.Bel.94.40: metaph., Id.1.459, Luc.Cal.19.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht zu besteigen, leicht zugänglich, λόφος Strab. V p. 234; Sp. Uebertr., ἀσθενές τι καὶ εὐεπ. τῆς ψυχῆς Luc. calumn. 19.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίβᾰτος: -ον, ὃν εὐχερῶς ἀναβαίνει τις, λόφος Στράβων 234, Πολύαινος 6. 5· εὐπρόσβλητος, Λουκ. π. Διαβολ. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à gravir, à escalader.
Étymologie: εὖ, ἐπιβαίνω.

Greek Monolingual

εὐεπίβατος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρειαεὐεπίβατος λόφος», Στράβ.)
2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.)
3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί με ευκολίαεὐεπίβατος ἔρημος»)
4. αυτός που είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός
5. ο προσιτός, ο ευκολοπλησίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-βατός (< επι-βαίνω)].

Greek Monotonic

εὐεπίβᾰτος: -ον, ευπρόσβλητος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπίβᾰτος: легко доступный (τὸ τῆς ψυχῆς εὐεπίβατον Luc.).