ζωοθετέω

Revision as of 21:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

(τίθημι)

   A make alive, -οῦσα φύσις Archel. ap. Antig.Mir.19.

German (Pape)

[Seite 1144] beleben, φύσις πάντα ζ. Archel. 5 (App. 12).

Greek (Liddell-Scott)

ζωοθετέω: (τίθημι) ποιῶ τινα ζῶντα, ζωοποιῶ, Άνθ. Π. παραρτ. 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire vivre, animer.
Étymologie: ζωός, γίγνομαι.

Greek Monotonic

ζωοθετέω: (τίθημι), μέλ. -ήσω, κάνω κάποιον ζωντανό, ζωοποιώ, ζωογονώ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζωοθετέω: делать живым, оживлять (πάντα Anth.).