ζωογονώ

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

(AM ζωογονῶ, -έω) ζωογόνος
1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση»)
2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά
νεοελλ.
αποκτώ ζωή
αρχ.
1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῖ», Θεόφρ.)
2. (για ζώα) γεννώ, ζωοτοκώ
3. μέσ. ζωογονούμαι
γεννιέμαι, παράγομαι
4. διατηρώ κάτι ζωντανό, στη ζωή
5. φρ. (για τον Δία που γέννησε την Αθηνά ζωντανή από το κεφάλι του) «ζωογονῶ παρθένον» — γεννώ παρθένο ζωντανή.