ἡδύφωνος

Revision as of 21:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Dor. ἁδ-, Aeol. ἀδ-, ον,

   A sweet-voiced, Sapph.61; ὄρτυξ Pratin.Lyr.4, cf. Aristaenet.1.10.

German (Pape)

[Seite 1155] von lieblicher Stimme, Poll. 2, 111; dor. ἁδ. ὄρτυξι Pratin. bei Ath. IX, 392 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύφωνος: -ον, ἔχων ἡδεῖαν φωνήν, γλυκύφωνος, Σαπφὼ 66· ὄρτυξ Πρατίν. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix agréable.
Étymologie: ἡδύς, φωνή.

Greek Monolingual

ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
επίρρ...
ἡδυφώνως (Μ)
με γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό-φωνος, λιγό-φωνος, ομό-φωνος κ.ά.].

Greek Monotonic

ἡδύφωνος: -ον (φωνή), ο γλυκόφωνος, σε Σαπφώ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδύφωνος: сладкозвучный Sappho.