γλυκόφωνος

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source

Spanish (DGE)

-ον
de dulce canto γ. ... ἡ τρυγὼν καὶ φιλέρημος Ps.Caes.146.173.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α γλυκύφωνος, -ον, Μ γλυκόφωνος, -ον)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή.