ἐχεφροσύνη

Revision as of 21:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἡ,

   A prudence, good sense, AP9.767 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1124] ἡ, Verstand, Klugheit, Paul. Sil. 68 (IX, 767).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχεφροσύνη: ἡ, φρόνησις, σύνεσις, Ἀνθ. Π. 9. 767.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bon sens, sagesse, prudence.
Étymologie: ἐχέφρων.

Greek Monolingual

η (Α ἐχεφροσύνη) εχέφρων
σύνεση, σωφροσύνη, φρόνηση.

Greek Monotonic

ἐχεφροσύνη: ἡ, σύνεση, προνοητικότητα, φρονιμάδα, καλή κρίση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχεφροσύνη: ἡ благоразумие, здравый смысл Anth.