φρονιμάδα
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
η, Ν
1. φρόνηση, σωφροσύνη
2. σοβαρότητα χαρακτήρα
3. χρηστότητα, ηθικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνιμος + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμάδα)].