θαλασσονόμος

Revision as of 21:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A dwelling in the sea, Emp. 76.1, Nonn.D.37.265.

German (Pape)

[Seite 1183] meerbeweidend, im Meere lebend; κόγχαι Empedocl. bei Plut. Symp. 1, 2, 5; ἵπποι, Seepferde, Nonn. D. 37, 265.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσονόμος: -ον, νεμόμενος, ζῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ, κόγχαι Ἐμπεδ. 300· ἵπποι, οἱ θαλάσσιοι ἵπποι, Νόνν. Δ. 37. 265.

Greek Monolingual

θαλασσονόμος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα («κόγχαι θαλασσονόμοι» — κοχύλια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο-νόμος, βου-νόμος.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσονόμος: живущий в море, морской (κόγχαι Emped. ap. Plut.).