ἰσοδαίμων

Revision as of 22:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A godlike, A.Pers.634 (lyr.), Ariphron 1.4, Hierocl.in CA4p.425M.    II equal in fortune or happiness, ἰ. βασιλεῦσι Pi.N.4.84.

German (Pape)

[Seite 1264] ονος, einem Gotte gleich; βασιλεύς Aesch. Pers. 625; Scol. bei Ath. XV, 702 a; βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα [ι] Pind. N. 4, 48, den Königen gleich an Geschick.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοδαίμων: -ον, γεν. ονος, ἰσόθεος, ὅμοιος τῷ θεῷ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 633. ΙΙ. ἴσος τινὶ κατὰ τὴν εὐδαιμονίαν, ἰσ. βασιλεῦσι Πινδ. Ν. 4. 136.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
semblable ou égal à un dieu.
Étymologie: ἴσος, δαίμων.

English (Slater)

ῑσοδαίμων
   1 equal in fortune to c. dat. ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα (N. 4.84)

Greek Monolingual

ἰσοδαίμων, -ον (Α)
1. ίσος, όμοιος με τον θεό, ισόθεοςἰσοδαίμων βασιλεύς», Αισχύλ.)
2. ίσος με άλλον κατά την ευδαιμονία ή κατά την τύχηἰσοδαίμων βασιλεῡσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + δαίμων.

Greek Monotonic

ἰσοδαίμων: -ον, γεν. -ονος, ισόθεος, ίσος, όμοιος με θεό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοδαίμων: 2, gen. ονος (ῑσ)
1) равный божеству (βασιλεύς Aesch.; ἄνθρωποι Plut.);
2) похожий по своей судьбе, подобный своей участью (βασιλεῦσιν Pind.).