καταπιθανεύομαι

Revision as of 22:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A use probable arguments, S.E.M.8.324.

Greek (Liddell-Scott)

καταπῐθᾰνεύομαι: ἀποθ., πιθανὰ λέγω, μεταχειρίζομαι πιθανὰ ἐπιχειρήματα, τὸ κ. ἐκ τῶν εἰκότων ἐπισπᾶσθαι τὴν διάνοιαν εἰς συγκατάθεσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 324.

Greek Monolingual

καταπιθανεύομαι (Α)
(αποθ.) μεταχειρίζομαι πιθανά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιθανεύομαι (< πιθανός)].

Russian (Dvoretsky)

καταπῐθᾰνεύομαι: убедительно говорить, пользоваться убедительными доводами Sext.