κατεύδω

Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

for καθεύο̄ω, barbarism in Ar.Th.1193.

German (Pape)

[Seite 1398] sagt der Scythe für καθεύδω Ar. Th. 1193.

Greek (Liddell-Scott)

κατεύδω: ἀντὶ καθεύδω, βαρβαρισμός· ὁ Σκύθης ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1193.

Greek Monolingual

κατεύδω (Α)
κωμ. βαρβαρισμός στον Αριστοφ. αντί καθεύδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεύδω barb. voor καθεύδω.

Russian (Dvoretsky)

κατεύδω: ион., тж. Arph. в произн. скифа = καθεύδω.