κίβισις
English (LSJ)
[κῐ], ἡ, Cypr. for πήρα (Hsch.),
A pouch, wallet, such as Perseus wore, Hes.Sc.224, Pherecyd.11 J., Call.Fr.177 (κίβησις Suid., Orion 87; κύβεσις and κυβησία Hsch.; cf. κίββα).
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, Tasche, Ranzen; Hes. Sc. 224; Callim. frg. 177; Zenob. 1, 41; nach VLL. cyprisch = πήρα; verwandt mit κιβωτός, Kiepe. Als v. l. findet sich κίβησις, κίβυσις u. κύβισις. Vgl. Schol. Ap. Rh. 4, 1515.
Greek (Liddell-Scott)
κίβῐσις: κῐ, ἡ, λέξις Κυπρία ἀντὶ τοῦ πήρα (Ἡσύχ.), πήρα, σακκούλιον, οἷον ὁ Περσεὺς ἔφερεν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 224, Φερεκύδ. 26, Καλλιμάχ. Ἀποσπ. 177· ― ὡμοίαζε πρὸς τὸν σάκκον τῶν θηρευτῶν, ὡς φαίνεται ἐπὶ ἀγγείων, Κατάλογ. τῶν ἐν Βρεταν. Μουσ. Ἀγγείων 548, 641*, κίβισις ὡσαύτως ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ., κίβησις Σουΐδ., Ὠρίων σ. 87· κύβεσις καὶ κυβησία Ἡσύχ.· καὶ κίββα (Αἰόλ.), ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
besace, havresac.
Étymologie: mot chypr.
Greek Monolingual
κίβισις και κίβησις και κύβεσις, -εως και κυβησία, ἡ (Α)
(αρχ. κυπρ. λέξη) πήρα, σακούλι («ἀμφὶ δὲ μιν κίβισις θέε,...ἀργυρέη», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και του κιβωτός.
Greek Monotonic
κίβῐσις: [κῐ], ἡ, σακούλι, δισάκι, σε Ησίοδ. (κυπριακή λέξη).
Russian (Dvoretsky)
κίβῐσις: εως (κῐ) ἡ (кипрск.) сумка, котомка Hes., Pind.