κύρωσις

Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

[ῡ], εως, ἡ,

   A ratification, Th.6.103, Sammelb.4512 (ii B.C.), etc.; τῶν λεγομένων J.AJ4.8.44; πᾶσα . . ἡ κ. διὰ λόγων ἐστί Pl. Grg.450b.

German (Pape)

[Seite 1538] ἡ, Bestätigung, Bekräftigung; κ. μὲν οὐδεμία ἐγίγνετο Thuc. 6, 103; πᾶσαπρᾶξις καὶ ἡ κύρωσις, Ausführung, διὰ λόγων ἐστίν Plat. Gorg. 450 b; öfters bei Sp., wie Ios., ἐπὶ κυρώσει τῶν λεγομένων.

Greek (Liddell-Scott)

κύρωσις: ῦ, εως, ἡ, (κυρόω) ἐπικύρωσις, Θουκ. 6. 103, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 44, κτλ.· πᾶσα… ἡ κ. διὰ τῶν λόγων ἐστὶ Πλάτ. Γοργ. 450Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
sanction.
Étymologie: κυρόω.

Greek Monotonic

κύρωσις: [ῡ], -εως, ἡ (κυρόω), επικύρωση, γνησιότητα, σε Θουκ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κύρωσις: εως (ῡ) ἡ
1) решение, согласие, соглашение (κ. οὐδεμία ἐγίγνετο Thuc.);
2) суть, сущность (πᾶσαπρᾶξις καὶ ἡ κ. τῆς ῥητορικῆς Plat.).