λαγιδεύς

Revision as of 23:30, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

έως, ὁ, (λαγώς)

   A leveret, Plu.2.971d, Ael.NA7.47.    II rabbit, Str.3.2.6.

German (Pape)

[Seite 3] ὁ, 1) das Junge des Hafen, Ael. H. A. 7, 47. – 2) das Kaninchen, Strab. III, 144 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγῐδεύς: έως, ὁ, (λαγὼς) νεογνὸν λαγωοῦ, ὡς τὸ λυκιδεὺς ἐκ τοῦ λύκος, κτλ., Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, Πλούτ. 2. 971D. ΙΙ. κόνικλος, Στράβ. 144.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
jeune lièvre, levreau, animal.
Étymologie: λαγώς.

Greek Monolingual

ο (Α λαγιδεύς, -έως) λαγώς
το νεογνό του λαγού, λαγουδάκι
αρχ.
το κουνέλι.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγῐδεύς: έως ὁ зайчик или зайчонок Plut.