λυδοπαθής, -ές (Α)ηδυπαθής σαν Λυδός, επιρρεπής στα σαρκικά πάθη, φιλήδονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυδός + -παθής (< πάθος)].
λῡδοπᾰθής: по-лидийски изнеженный, преданный наслаждениям Anacr.