λυδοπαθής

Revision as of 23:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Greek Monolingual

λυδοπαθής, -ές (Α)
ηδυπαθής σαν Λυδός, επιρρεπής στα σαρκικά πάθη, φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυδός + -παθής (< πάθος)].

Russian (Dvoretsky)

λῡδοπᾰθής: по-лидийски изнеженный, преданный наслаждениям Anacr.