μέγαρόνδε

Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Adv.

   A to the hall, to the women's room, Od.16.413, al.

German (Pape)

[Seite 109] nach Hause, zur Wohnung hin, ins Zimmer, Od. 16, 413 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

μέγᾰρόνδε: Ἐπίρρ., οἴκαδε, Ὀδ. Π. 413, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la maison avec mouv.
Étymologie: μέγαρον, -δε.

Greek Monolingual

μεγαρόνδε (Α)
επίρρ. προς το μέγαρο, προς τον γυναικωνίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγαρον + επιρρμ. κατάλ. -δε].

Greek Monotonic

μέγᾰρόνδε: επίρρ., προς το σπίτι, στο σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μέγᾰρόνδε: adv. домой Hom.