μελάγχρως

Revision as of 23:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 118] ωτος, = Vorigem; Εὐμενίδες, Eur. Or. 321; Plat. Phaedr. 253 e; Arist. H. A. 9, 41.

French (Bailly abrégé)

1χροος;
nom. plur. μελάγχροες;
c. μελάγχροος.
2ωτος (ὁ, ἡ)
c. μελάγχροος.
Étymologie: μέλας, χρώς.

Greek Monolingual

μελάγχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. μελάγχρους.

Greek Monotonic

μελάγχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, το προηγ., σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μελάγχρως: χροος (pl. μελάγχροες) Her. = μελάγχροος.
ωτος adj. Eur., Plat., Arst. = μελάγχροος.