μακρολογέω

Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A speak at length, use many words, Pl.Grg.465b, Tht.163d, Isoc.3.63, Arist.Rh.Al.1440b36, etc.; περί τινος Hp.Art.43; τὰ ῥηθέντα τί ἄν τις -λογοίη X.HG4.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

μακρολογέω: ὡς καὶ νῦν, πολυλογῶ, Πλάτ. Γοργ. 645Β, Θεαίτ. 163D, κ. ἀλλ.· περί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μετ᾿ αἰτ. πράγμ., λέγω πολλὰ περί τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 13· ‒ ῥημ. ἐπίθ. -ητέον, Κλήμ. Ἀλ. 203.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 parler avec prolixité;
2 parler longuement.
Étymologie: μακρολόγος.

Greek Monotonic

μακρολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ σε μάκρος χρόνου, χρησιμοποιώ πολλές λέξεις, σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., μιλώ πολύ χρόνο για ένα θέμα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μακρολογέω: много говорить Isocr. etc.: ἵνα μὴ μακρολογῶμεν Plat. чтобы нам долго не говорить.