μελλοδειπνικός

Revision as of 00:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A played or sung at the beginning of dinner, μέλος Ar.Ec.1153.

Greek (Liddell-Scott)

μελλοδειπνικός: ή, ον, ὁ ᾀδόμενος ἐν ἀρχῇ τοῦ δείπνου, ἐπᾴσομαι μέλος τι μελλοδειπνικὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1153.

Greek Monolingual

μελλοδειπνικός, -ή, -όν (Α)
(για άσμα) αυτό που παίζεται ή τραγουδιέται στην αρχή του δείπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + δεῖπνον.

Russian (Dvoretsky)

μελλοδειπνικός: предшествующий трапезе, предобеденный (μέλος Arph.).