ὁμοδρομία

Revision as of 00:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ἡ,

   A running together, meeting, Luc.Astr.22.

German (Pape)

[Seite 334] ἡ, das Zusammenlaufen, -treffen, Luc. astrol. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοδρομία: ἡ, τὸ τρέχειν ὁμοῦ, ἡ συνάντησις, Λουκ. Ἀστρολογ. 22.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
course simultanée, particul. conjonction de deux astres.
Étymologie: ὁμόδρομος.

Greek Monolingual

ὁμοδρομία, ἡ (Α) ομόδρομος
(για ουράνια σώματα) κοινή τροχιά.

Greek Monotonic

ὁμοδρομία: ἡ, το να τρέχει κανείς από κοινού, συναπάντημα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοδρομία: ἡ досл. совместное движение, схождение, перен. сочетание (Ἀφροδίτης καὶ τοῦ Ἄρεος Luc.).