ὀλολυγών
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A croaking of the male frog, Arist.HA536a11, Ael.NA9.13 ; note of water-creatures, ib.6.19. II in Theoc.7.139, Arat.948, an unknown animal, evidently named from its note : some take it for a small owl, others for a singing bird, others again for the tree-frog ; cf. Eub.104, Thphr.Sign.42, AP5.291.5 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 325] ῶνος, ἡ, wie ὀλολυγή, 1) jedes laute Geschrei, sowohl der Klage als der Freude. Bes. der Liebesruf der männlichen Frösche, vgl. Arist. H. A. 4, 9; Plut. sol. an. 34. – 2) ein von seiner Stimme so genanntes Thier; Theocr. 7, 139; τρύζει, Arat. 948; Agath. 25 (V, 292); Eubul. bei Ath. XV, 679 b; Ael. H. A. 6, 19; nach Einigen ein Sprosser, od. das Käuzlein, od. der Laubfrosch, wie nach Theon zu Arat. Einige erklärten ζῷον λιμναῖον. Vgl. noch Parthen. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλολῡγών: -όνος, ἡ, (ὀλολύζω) ἡ κραυγὴ τοῦ ἄρρενος βατράχου ὅταν ἀνακαλῆται τὴν θήλειαν πρὸς ὀχείαν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Αἰλ. π. Ζ. 9. 13. ΙΙ. ἐν Θεοκρ. 7. 139, Ἀράτ. 948, ἄγνωστόν τι ζῷον, φανερῶς ὀνομασθὲν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτοῦ· τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς μικρὰν γλαῦκα, ἕτεροι ὡς κίχλην καὶ ἄλλοι ὡς βάτραχον· πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2. 6, Αἰλ. π. Ζ. 6. 19. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀλολυγών· ζῳύφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ [καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ οὕτως ἔλεγον]».
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ἡ) :
1 cri aigu de certaines grenouilles;
2 sorte de chouette, oiseau ou, selon d’autres, de grenouille, animal.
Étymologie: ὀλολύζω.
Greek Monolingual
ὀλολυγών, -όνος, ἡ (Α)
1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα
2. η ερωτική κραυγή του αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς θηλείας πρὸς τὴν ὀχείαν», Αριστοτ.)
2. είδος ζώου που ονομάστηκε έτσι από τη φωνή του, πιθ. η μικρή κουκουβάγια ή η τσίχλα ή ο βάτραχος («ἁ δ' ὀλολυγῶν τηλόθεν ἐν πυκιναῑσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις», Θεόκρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὀλολυγών
ζῳΰφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ οὕτως ἔλεγον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλολυγ- του ὀλολύζω (πρβλ. ὀλολυγ-ή) + κατάλ. -ών, -όνος (πρβλ. αηδ-ών, αρηγ-ών)].
Greek Monotonic
ὀλολῡγών: -όνος, ἡ (ὀλολύζω), άγνωστο ζώο, που πήρε το όνομά του από τη χροιά της φωνής του· πιθ., είδος κουκουβάγιας, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλολῡγών: ῶνος ὁ
1) кваканье лягушек-самцов Arst., Plut.;
2) неизвестное нам животное, предполож. сыч, по по друг. - древесная лягушка Theocr.