πάλμυς

Revision as of 01:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

υδος, ὁ, Lydian word,

   A = βασιλεύς, Hippon.1,15; epith. of the king of the gods, Zeus, Lyc.691: gen. πάλμυδος (Dind. for παλάμυδος) A.Fr.437: acc. Πάλμυν pr. n. in Il.13.792.

German (Pape)

[Seite 453] υος, ὁ, der König; Hipponax frg. 1, 2 bei Tzetz. zu Lycophr. 219; Dosiad. ara (XV, 25); πάλμυς ἀφθίτων, Zeus, Lycophr. 691.

Greek Monolingual

πάλμυς, -υδος, ὁ (ΑΜ)
(ως επίθ. του Διός) βασιλέας, βασιλέας τών πάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λυδική λ., πρβλ. λυδ. talmluš, του οποίου το αρκτικό σύμφωνο δεν σώζεται αλλά ήταν πιθ. χειλοϋπερωϊκός φθόγγος].

Russian (Dvoretsky)

πάλμυς: υος ὁ властелин, повелитель: π. ἀφθίτων Anth. повелитель бессмертных, т. е. Зевс.