παρακατακλίνω

Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

[ῑ],

   A lay down beside, put to bed with, τινά τινι Aeschin.2.149, Luc.DDeor.6.4, Artem.4.61.

German (Pape)

[Seite 481] (s. κλίνω), daneben, dabei niederlegen; ins Bett zur ehelichen Gemeinschaft, τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκά τινι, Aesch. 2, 149, wie Luc. D. D. 6, 4; Ath. VIII, 351 e u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ πλησίον τινός, τινά τινι Αἰσχίν. 48.10, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

faire coucher auprès de ; Pass. se coucher ou être couché auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, κατακλίνω.

Greek Monolingual

Α
βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον («ἀλλ' οὐ Κνωσίωνι τὴν ἑαυτοῡ γυναίκα παρακατακλίνων», Αισχίν.).

Greek Monotonic

παρακατακλίνω: [ι], εναποθέτω παραδίπλα, βάζω κάποιον στο κρεβάτι, τον βάζω για ύπνο με κάτι, τινά τινι, σε Αισχίν., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρακατακλίνω: (ῑ) класть рядом в постель (τινά τινι Aeschin., Luc.).