εναποθέτω

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

Greek Monolingual

1. τοποθετώ, συγκεντρώνω σ' έναν τόπο («οι μέλισσες εναποθέτουν το μέλι τους στις κερήθρες»)
2. μτφ. αποταμιεύω.