παρεμποδίζω
English (LSJ)
A to be a hindrance, τινι Luc.Am.15 : abs., Gal.4.504, 10.63.
German (Pape)
[Seite 515] wie ἐμποδίζω, im Wege sein, hinderlich sein, τινί, Luc. Amor. 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμποδίζω: ὡς καὶ νῦν, γίνομαι ἐμπόδιον, τινὶ Λουκ. Ἔρωτες 25· Ἄννα Κομν. 2. 148· ἀπολ., Γαλην.· - οὐσιαστ., παρεμποδισμός, οῦ, ὁ, Ἐρωτιαν., Γαλην.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. γίνομαι εμπόδιο ή προκαλώ εμπόδια παρακωλύω («παρεμποδίζει την πρόοδο της εργασίας)
2. παθ. παρεμποδίζομαι
παρακωλύομαι («παρεμποδίζεται η εργασία»)
Russian (Dvoretsky)
παρεμποδίζω: стоять или становиться на пути, быть препятствием (τινί Luc.).